- βραστήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο , βραστήριον τό1) посуда для кипячения воды; 2) опреснитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραστήρας — ο λέβητας ή εξατμιστήρας που χρησιμοποιείται για τον βρασμό υγρού … Dictionary of Greek
βραστήρας — ο σκεύος στο οποίο βράζουν νερό ή εργαλεία για αποστείρωση: Τα εργαλεία του οδοντίατρου αποστειρώνονται πάντα σε βραστήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek
διεκθερμαντήρας — ο 1. διπλός βραστήρας 2. δοχείο που περιέχει ζεστό νερό και μέσα σ αυτό τοποθετείται άλλο μικρότερο δοχείο όπου ζεσταίνεται κάποιο υλικό (διεθνής όρος μπαιν μαρί). [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκθερμαίνω. Η λ. διεκθερμαντήρ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ.… … Dictionary of Greek
σπιρτολόγος — ο, Ν 1. καμινέτο, μικρός μετάλλινος βραστήρας που χρησιμοποιεί οινόπνευμα ως καύσιμο 2. η εστία εμπροσθογεμούς πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + λόγος*] … Dictionary of Greek